χοροιτύπος

χοροιτύπος
χοροιτύ?χοροιτύποςXπ-ος (parox.), [full] ον, [dialect] Ep. for χορο-τύπος,
A beating the ground in the choral dance, generally, dancing, Pi.Fr.156, Opp.H.3.250, Nonn.D.9.202, al.; cj. for χειροκτύπῳ in Telest.1.5.
II proparox. χοροίτυπος, ον, [voice] Pass., played for or to the choral dance,

χέλυς h.Merc.31

.
2 danced over,

ἄλσος Nonn.D.13.95

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χοροιτύπος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοροίτυπος — beating the ground in the choral dance masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοροίτυπος — ον, ΜΑ (για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται για τον χορό ή στον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοροῖ, τοπική τού χορός, + τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. ἀντί τυπος. Για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. χοροιθαλής. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επί θ …   Dictionary of Greek

  • χοροιτύπος — ον, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που χτυπά με τα πόδια του το έδαφος χορεύοντας 2. (γενικά) αυτός που χορεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοροῖ, τοπική τού χορός, + τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. λα τύπος. Για την μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. χοροιθαλής. Η… …   Dictionary of Greek

  • χοροιτύπον — χοροιτύπος masc/fem acc sg χοροιτύπος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοροίτυπον — χοροίτυπος beating the ground in the choral dance masc/fem acc sg χοροίτυπος beating the ground in the choral dance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοροιτύπε — χοροιτύπος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοροίτυπε — χοροίτυπος beating the ground in the choral dance masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • χοροιτυπία — και επικ. τ. χοροιτυπίη, ἡ, Α [χοροίτυπος] είδος χορού κατά τον οποίο ο χορευτής χτυπούσε δυνατά τα πόδια του στο έδαφος …   Dictionary of Greek

  • χοροιτυπώ — έω, Α [χοροιτύπος] χτυπώ το έδαφος χορεύοντας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”